-
1 ἐνερείδω
A thrust in,μοχλὸν.. ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν Od.9.383
;δακτύλους Hp.Art.34
;βέλος ἐνερεισθὲν τοῖς ὀστέοις Plu.2.344c
; apply,ἐν δὲ πλατὺν ὦμον ἔρεισεν A.R.1.1198
: metaph.,μὴ ἐνέρειδε μηθένα Sammelb. 5905
; fix upon,τὴν ὄψιν τινί Plu.2.586d
; τοὺς ἄκμονας τῷτραχήλῳ Ant.Lib.28.4
;τὸν θυμόν τισι Oenom.
ap. Eus.PE5.34;τὴν ψυχήν Luc.Nigr.7
:—[voice] Med., ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ his own knee, Theoc.7.7, cf. Orph.A. 1090.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνερείδω
См. также в других словарях:
ενερείδω — ἐνερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω μέσα σε κάτι, βάζω μέσα, μπήγω («οἱ μέν μοχλόν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξύν ἐπ ἄκρω, ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν», Ομ. Οδ.) 2. ακουμπώ, στηρίζω 3. προσηλώνω το βλέμμα, στρέφω σε κάτι («ἐνερείδω τήν ὄψιν τινί», Πλούτ.) 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek